σιδηρομετάλλευμα

σιδηρομετάλλευμα
το, -ατος
ορυκτό που περιέχει σίδηρο: Το υπέδαφος της χώρας μας είναι πλούσιο σε σιδηρομετάλλευμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρομετάλλευμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα σιδηρομεταλλεύματα γεωλ. πετρώματα ή αποθέσεις που περιέχουν ορυκτά από τα οποία μπορεί να γίνει απόληψη σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iron ore < iron «σίδηρος» + ore «μετάλλευμα»] …   Dictionary of Greek

  • λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… …   Dictionary of Greek

  • συλλόγιον — τὸ, Α [σύλλογος] σιδηρομετάλλευμα …   Dictionary of Greek

  • ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ίρι — I (Erie). Πόλη (103.717 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία της Πενσιλβάνια. Βρίσκεται ΒΔ της πολιτείας, στη νότια όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί λιμάνι μεγάλης σπουδαιότητας, από το οποίο διακινούνται περίπου 5 εκατ. τόνοι… …   Dictionary of Greek

  • Νάρβικ — (Narvik). Πόλη (14. 100 κάτ. το 2003) και λιμάνι της Νορβηγίας, στην κομητεία Νόρντλαντ. Η πόλη βρίσκεται στα Βτης χώρας, ενώ στην περιοχή της εξάγεται το σιδηρομετάλλευμα της Κιρουνάς. Η πόλη αυτή είναι κυρίως γνωστή από τη ναυμαχία που έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”